- κουμπαράς
- ο(λ. τουρκ.), μικρό δοχείο που χρησιμεύει για αποταμίευση χρημάτων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κουμπαράς — ο μικρό δοχείο με στενή οπή στην οποία ρίχνονται χρήματα για αποταμίευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kumbara «όλμος» και «κουμπαράς» (από το σχήμα του)] … Dictionary of Greek
στάμνος — ὁ, ἡ, ΝΜΑ πήλινο ευρύστομο αγγείο με υψηλούς καμπύλους ώμους, κοντό λαιμό, αρκετά μεγάλη κοιλιά και δύο οριζόντιες λαβές στην ευρύτερη διάμετρό του το οποίο εμφανίστηκε στην αττική κεραμεική το β τέταρτο τού 6ου αιώνα και χρησιμοποιήθηκε για την… … Dictionary of Greek
Μουσείο Κρητικής Εθνολογίας — Το μουσείο, που βρίσκεται στους Βώρους Ηρακλείου, ιδρύθηκε το 1973 από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Μεσσαράς και λειτουργεί από το 1988. Το 1992 έλαβε ειδική διάκριση από το Συμβούλιο της Ευρώπης. Το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής του μουσείου, μίας… … Dictionary of Greek
Φραπιέ, Λεόν — (Frapié, Παρίσι 1863 – 1949). Γάλλος συγγραφέας. Γνώρισε μεγάλη επιτυχία με το έργο του Μητρικός για το οποίο βραβεύτηκε με το βραβείο Γκονκούρ (1904), όπου περιγράφει με ειρωνικό ρεαλισμό τη ζωή σε μια φτωχή λαϊκή συνοικία. Θα ακολουθήσουν τα… … Dictionary of Greek